Πέρισυ είχα πάρει την σειρά που έδινε το ΒΗΜΑ, ιστορία στην λογοτεχνία.
Φέτος το καλοκαίρι επιτέλους πήρα μαζί μου στις διακοπές την "Λωξάντρα" .Ηθέλα από καιρό να την ξαναδιαβάσω, την είχα διαβάσει μικρή στο γυμνάσιο, τότε που παιζότανε η ομώνυμη σειρά με την Μπ.Βαλάσση.Εχει πολύ ενδιαφέρον η ιστορία της πανέμορφης μακρύτριχης λευκής γάτας της Λωξάντρας, Καλυψώς, σας το μεταφέρω, σαν παραμυθάκι είναι
...Οταν ύστερα από δυό βδομάδες, έφυγε από τα Ταταύλα, μόλις πάτησε το πόδι στο Μακροχώρι, αμέσως στη μύτη της ήρθε η μυρωδιά του σπιτιού της, η μυρωδιά του κήπου της και η μυρωδιά από τον κήπο του Ρεσάτ πασά που ήταν δίπλα στο δικό της...
....Η μικρή πόρτα του κήπου της ήταν ανοικτή και στο κατώφλι κάθουνταν η γάτα της η Καλυψώ-άσπρο πονπόνι πούντρας, τιφτίκι ανατολίτικο. Σεχερεζάντ από τις Χίλιες και Μιά Νύχτες των παραμυθιών.Ωραία των ωραίων ανάμεσα στις γάτες της Ανατολής. Και μόλις την είδε τη Λωξάνδρα από μακρυά, τη γνώρισε!
Αχ! Αυτό δεν είναι η χαρά; Και οι σκύλοι της γειτονιάς τη γνώρισαν.Και ο Ταρνανάς σαν άκουσε βήματα πετάχτηκε από την κουζίνα βαστώντας την τρυπητή κουτάλα.
...Ολάκερο το παρελθόν ζωντάνεψε μπροστά της.Ολάκερο το παρελθόν δεμένο σ'ένα μπόγο.Και εκείνη την στιγμή κάποιος χτυπά το τζάμι.Αμάν!Κάνει έτσι η Λωξάντρα, τι να δεί! Κολλημένη πάνω στο τζάμι η μαύρη μούρη του αρχιευνούχου που είχε ο Ρεσάτ πασάς.
-"Ανοιξε το τζάμι", της γνέφει.
Πώς να ανοίξει το τζάμι η Λωξάντρα που τρέμανε τα τέσσερα της!Ούτε να σαλέψει μπορεί, ούτε να μιλήσει.Στέγνωσε το σάλιο στο στόμα της.Και ο αράπης επιμένει.
-Ανοιξε!της φωνάζει.Τη γάτα σας ζητάει ο πασάς, γιατί πολύ την άρεσε.
Τον κοιτάζει η Λωξάντρα με μάτια ανέκφραστα και το στόμα ανοικτό.
Τους αραπάδες η Λωξάντρα τους φοβότανε.Ο διάβολος!Μαύρος δεν είναι ο διάβολος και δίχως γένος; Θηλυκοί και αρσενικοί διαβόλοι δεν υπάρχουνε. Και οι λαλάδες μέσα στα τούρκικα κονάκιατέτοιοι ήτανε. Μαύροι και δίχως γένος. Λεπτές γυναικείες φωνές,σαλαβάρια, άντρα θα τον πείς αυτόνα;
-Ο πασάς παρακαλεί να του δώσετε τη γάτα σας, ξαναλέει ο λαλάς λες και της κάνει την τιμή να ζητήσει σε γάμο την κόρη της.
Αξαφνα η Λωξάντρα έγινε κατακόκκινη.Μιά φλέβα πέταξε στο μηλίγγι της.Στράψαν τα μάτια και η φωνή βράχνιασε.
-Ποιά γάτα, μωρέ;Την Καλυψώ;Σαν τρελάθηκες. Δεν πας σ' ένα παπά να διαβαστείς;
Ξέχασε πως φοβόταν τον αράπη, ξέχασε πώς φοβόταν τον πασά.
Σαν την είδε να αγριεύει, βγάζει ο αράπης ένα δαχτυλίδι σμαραγδένιο απ' το μικρό του δάχτυλο και της το δίχνει.
-Αυτό σάς το στέλνει ο πασάς.
-Την τύφλα σου!λέει η Λωξάντρα.Αντε γκιτ(φύγε)
Ο αράπης στέκεται,την κοιτάζει
-Φύε,μωρέ!φωνάζει η Λωξάντρα χτυπώντας το χέρι της πάνω στη μαξιλάρα του μιντεριού.
Ο αράπης στέκεται.
-Κύριε ελέησον!σταυροκοπιέται η Λωξάντρα.Πίσω μου σ'έχω σατανά.
Τραβά ο αράπης απ'το ζωνάρι του πουγκί.
-Ω!κακό-χρόνο -νάχεις, αδικιωρισμένε!
Τότες ήταν που την πήραν τα δαιμόνια.
-Ταρνανά!Ταρνανά!
Σηκώνεται πάνω ψάχνει τις παντούφλες της.Που είναι, καλέ, οι παντούφλες της.Πάντα, όταν ετοιμάζουνταν να κάνει φονικό έχανε τις παντούφλες της...
-Το μπαλντά, να τον σκοτώσω!φωνάζει η Λωξάντρα και, ώς που νάρθει ο Ταρνανάς, γυρίζει την πλάτη του και φεύγει ο αράπης.
Εκείνο το βράδυ η Λωξάντρα και ο Δημητρός δεν εκλείσανε μάτι.
-Τι ήταν αυτά που έκανες;Λωξάντρα μου;Μας έκαψες κυρά μου.
Τι ήθελες να κάνω Δημητρό; Να δώσω το χαίβάνι μας;
Πέρασε μιά βδομάδα αγωνίας, όμως τίποτε δε συνέβηκε.Μόνο που ύστερα από δέκα μέρες χάθηκε η Καλυψώ.Αφαντο έγινε το ζώο.Λες και άνοιξε η γή και την κατάπιε.Γύριζε η Λωξάντρα μέσα στον κήπο και φώναζε. Περπατούσε ακονίζοντας το μαχαίρι της κουζίνας για να ακούσει η Καλυψώ και να τρέξει."Να,ψι-ψι-ψι!"
Ο Ταρνανάς από πίσω της περιφερότανε στον κήπο χτυπώντας με το μπαλντά τη σανίδα του κιμά."Ψι-ψι-ψι!Να! ψι-ψι-ψι!"
Ολες οι γάτες του μαχαλά πιστέψαν πώς θα φάνε κρέας και μαζεύτηκαν κοπάδι μέσα στον κήπο, με τις ουρές κατάρτια.
Πάει η Καλυψώ. Δε βρέθηκε.Υστερα από ένα μήνα η κόνα Αννίκα τους είπε πως δεν πρέπει να κλαίνε πιά για την Καλυψώ, γιατί ζεί και βασιλεύει μέσα στο χαρέμι του πασά.Σαν πήγε,λέει, η κόμα Αννίκα να παραδώσει στη μικρή χανούμισσα τις νταντέλες που τις είχε παραγγείλει, είδε την Καλυψώ ξαπλωμένη σε χρυσό οντά.Και τώρα λέει, τη φωνάζουνε Ντουνιά Γκιουζελί, που θα πεί Πανωραία.
-Να κουλαθεί το χέρι αυτουνού που την πήρε από δώ!φώναξε η Λωξάντρα, και ύστερα απ'αυτό βρήκε ένα μικρό κεραμιδόγατο, λιβρό, με μιά μούρη σαν γαλότσα και μιά ουρά σαν σπάγκο, και έκανε όρκο πως δεν θα ξαναβάλει ωραία γάτα πιά μέσα στο σπίτι της, από φόβο του πασά....
"Λωξάντρα" Μαρία Ιορδανίδου ειδική έκδοση για το ΒΗΜΑ Σελ. 59-62
Και μιλάμε αυτά διαδραματίζονται στην Πόλη περίπου το 1875.Οι σχέσεις γενικά των ανθρώπων με τα ζώα ήταν θα έλεγα πολύ πιό "αρμονικές" απ'ότι σήμερα.Παρακάτω επεξηγεί
...Αλήθεια τότε η Πόλη ήταν γεμάτη σοκακόσυλους.Κάτι καλοκάγαθα κοπρόσκυλα, προικισμένα με αφάνταστη γονιμότητα.Και ποιός τολμούσε να τα βάλει χέρι για να τα εμποδίσει να πολλαπλασιάζουνται;Αμαρτία!Τα προστάτευε ο Σουλτάνος που ήτανε "πονόψυχος".Καμιά ξένη μειονότητα στην Τουρκία δεν απολάμβανε τέτοια προνόμοια που είχανε οι σκύλοι....
σελ.63
Αλλοι άνθρωποι τότε, άλλες εποχές.

...με πολλούς φίλους